- τερηδόνος
- τερηδώνwood-wormfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TEREDO — inter species vermium, in ligno nascentium, memoratur, Theophrasto, Hist. l. 5. c. 5. Ε᾿ςθίεται δὲ τὰ μὲν ἐν ῇ θαλάττῃ σηπόμεναὑπὸ τερηδόνος, τὰ δ᾿ ἐν τῇ γῇ ὑπὸ ςκωλήκων καὶ θριπῶν οὐ γὰρ γίνεται τερηδὼν, ἀ;;᾿ ἥ ἐν τῇ θαλάττῃ ἔςι δὲ ἡ τερηδὼν τῷ… … Hofmann J. Lexicon universale
TEREDON — urbs ad sinum Persicum. Ptol. Balsara Ortelio. Huius meminit Dionys. v. 982. Υ῾ςατίῃς προχοῇσι Τερηδόνος ἐγγὺς ὁδεύων. Ubi Scholiastes πόλιν Περσικην` vocat. Nic. Lloyd. Baudrando, Balsora et Bassora, urbs Arabiae felicis in ipso limite Arabiae… … Hofmann J. Lexicon universale
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek